- ακροτελής
- ἀκροτελής, -ὲς (Α)αυτός που έχει αιχμηρή απόληξη, ο μυτερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -τελὴς < τέλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροτελές — ἀκροτελής pointed masc/fem voc sg ἀκροτελής pointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek